ετυμολόγηση

формы словаβ
ετυμολόγηση



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ετυμολόγηση? —


συγκολλώεναυσματοθέτηςβεστιάριοτρύπωμαυπερπλήρωσηδιάρροιαατιμάζωισραηλίτηςδιασταυρούμενοςπαράτονοςξαναδυναμώνωεξοδιαστήςσκαλίτσαυποβιβασμόςεπικόλλησηέναντικατάλυμαπολεμοφόδιαασπατάλητοςκάθαρμαεκκλησίασμα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit