|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ετυμολόγηση? — — συγκολλώ — εναυσματοθέτης — βεστιάριο — τρύπωμα — υπερπλήρωση — διάρροια — ατιμάζω — ισραηλίτης — διασταυρούμενος — παράτονος — ξαναδυναμώνω — εξοδιαστής — σκαλίτσα — υποβιβασμός — επικόλληση — έναντι — κατάλυμα — πολεμοφόδια — ασπατάλητος — κάθαρμα — εκκλησίασμα |
|||