|
το женские украшения; драгоценности #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово женские украшения? — γυναικοστόλι как на (ново)греческом будет слово драгоценности? — γυναικοστόλι как с (ново)греческого переводится слово γυναικοστόλι? — женские украшения, драгоценности — ημερομίσθιος — προάγγελος — κιβδηλεύω — σελώνω — ισοφάριση — προβλέπομαι — ξόδεμα — κερδοσκοπικός — εκσφενδονίζω — εξώπλασμα — εκμηδενίζομαι — κουμπωτήρι — περμανάντ — αναπλάσσω — μαρμαρογλυφία — προεισροή — ανθίζομαι — ξενηστικώνομαι — θανόντες — αναταράσσω — εμβαδό |
|||