Новогреческий словарь
γυναικοστόλι
γυναικοστόλι
το
женские украшения; драгоценности
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
женские украшения
? —
γυναικοστόλι
как на
(ново)греческом
будет слово
драгоценности
? —
γυναικοστόλι
как с
(ново)греческого
переводится слово
γυναικοστόλι
? — женские украшения, драгоценности
#
(ново)греческий словарь
—
αρματωσιά
—
γυαλιστός
—
επισκεπτήριο
—
δενδροκομία
—
εγχυματικός
—
άγραπτος
—
σκαλοπόδαρο
—
αισιοδοξία
—
ρεαλίστρια
—
γαστέρα
—
ανυφαντό
—
καθομολόγηση
—
τρίβων
—
μαλακιστήρι
—
πίγκ-πόγκ
—
μαντηλοδεμένος
—
βαμβακοπυρίτις
—
φυγομαχία
—
Κρητικόπουλο
—
γαλήνη
—
τρυπάνη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,