|
зоол. парнокопытный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово парнокопытный? — δίχηλος как с (ново)греческого переводится слово δίχηλος? — парнокопытный — σεργιανάω — ξεμοναχιασμένος — εριοπαραγωγός — μεροδέντρι — τετραπέρατα — συγκάλεση — παραφύλαξη — στοματορραγία — βαρβατιά — ευηλεκτραγωγός — κωλοτρυπίδα — πάτσι — πούρος — ξετσίπωτος — αλλούθε — καταφυγή — γουλιάζω — τσαπί — βρεσιμιό — αδελφόθεος — απολεπιδούμαι |
|||