Новогреческий словарь
δίπορτο
δίπορτο
το :
τό 'χω δίπορτο — а) иметь два выхода (из положения); б) иметь два пристанища; в) иметь двойной источник дохода
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
δίπορτο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
γεννοβόλι
—
ίσχνανση
—
ιχθυαγορά
—
πραξικόπημα
—
αχάϊδευτος
—
αποκιώνω
—
κείθενες
—
τριμερώς
—
γώνιασμα
—
στραβοτιμονιά
—
προστυχοδουλειά
—
κυμβαλιστής
—
επετειακός
—
ψέκασμα
—
πορθμέας
—
καρυδένιος
—
χελώνιον
—
αμμουδιάτικο
—
ελευθεροφρονώ
—
αδιάντροπος
—
προσβάλλομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве