Новогреческий словарь
σούπα
σούπα
η
суп
;
~ μέ κρέας — мясной суп
;
κουτάλι ~ς — столовая ложка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
суп
? —
σούπα
как с
(ново)греческого
переводится слово
σούπα
? — суп
#
(ново)греческий словарь
—
αδιύλιστος
—
φίλος
—
ταγιέρ
—
ταξιδεύτρια
—
ανακάτεψη
—
θρέψη
—
τρυπάω
—
εισχωρώ
—
ψευδοεπιστήμη
—
υποκλοπή
—
ψυχοχειρουργική
—
αναπηνίστρια
—
αναπάντεχα
—
πενηνταριά
—
ακτινοθεραπεία
—
φραίνωμαι
—
μικρανεψιά
—
μου
—
κυπαρισσί
—
χιλιμιντρώ
—
κυνικότης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,