|
η суп; ~ μέ κρέας — мясной суп; κουτάλι ~ς — столовая ложка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово суп? — σούπα как с (ново)греческого переводится слово σούπα? — суп — πασαίρνω — αλλάζομαι — κορώνω — χρειαζούμενος — θήρα — ασυναισθησία — άχου — βεργιά — υμένας — μανταρισμένος — δεματιάζω — ψηστιέρα — ατυράγνητος — νωχελής — τιμολόγηση — αρνοκοπάδι — υδροπέπων — σωληνωτός — ανόθευτα — οπτασιασμός — κουτσομπολεύω |
|||