|
одновалентный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одновалентный? — μονοατομικός как с (ново)греческого переводится слово μονοατομικός? — одновалентный — αρμεχτός — αυθυπνωτιομός — αναπηνίζω — πανωφόρι — ίντερνετ — προσευκτήριον — τορπιλλητής — καπνέμπορος — δεκεμβριανά — κρύβω — φακίδα — γραφειοκράτισσα — ψευδός — θαλασσόβραχος — διαγωνιστής — γουρμαθιά — συγκολλητήρας — μπατσιά — αντιδρώ — μαϊμουδίστικος — αχεραποθήκη |
|||