|
(-εως) спец. стеклование #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стеклование? — εξυάλωσις как с (ново)греческого переводится слово εξυάλωσις? — стеклование — γκαντεμιά — επιπωματισμός — φεσοποιείο — μαλλωτός — βρεφολουτήρας — καταποτήρας — τραυματίας — κονσερβοποιός — ισχύω — τετράωρος — εκπύρηνος — γεράδα — γλυκομιλησιά — συμβάν — βαμβακόφυτος — αρχοντοχωριάτης — βάθρακος — θρηνολογία — αντιπερισπώ — αποταμιεύω — κατειλημμένος |
|||