|
το архит. фронтон; щипец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фронтон? — αέτωμα как на (ново)греческом будет слово щипец? — αέτωμα как с (ново)греческого переводится слово αέτωμα? — фронтон, щипец — εκτροχιάζω — ζυγώ — δακτυλωτός — φτήνια — δενδρόκηπος — φλογίζω — προλογίζω — δρόλαπας — νευρώδης — χαμέρπεια — κουκουνάρα — υστερισμός — μεσοσκέλιο — σολοικισμός — θερμασιά — εγγειοβελτιωτικός — Εσθονός — αφορεσμός — φλόμος — δρομώνας — διαρκώ |
|||