|
(αόρ. επενέβην) вмешиваться; μην ~εις — [phrase]не вмешивайся[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вмешиваться? — επεμβαίνω как с (ново)греческого переводится слово επεμβαίνω? — вмешиваться — καταδεικνύω — φανατισμός — ναός — φυσαρμόνικα — τσαμπούνισμα — ξεστρώνω — έτσι — μιάς — ιμάμ-μπαϊλντί — επίπαστος — χαμπάρι — κατουρολάγηνο — ορμέμφυτος — κήρυκας — χάντρα — ελικοτόμος — αναγκαίο — αλαχτάριστος — ζωολατρεία — αερίζομαι — σταματώ |
|||