|
с двумя ручками #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово с двумя ручками? — δίλαβος как с (ново)греческого переводится слово δίλαβος? — с двумя ручками — μπαταξού — σπουδαιότητα — νηστεύω — καπνεργάτισσα — ανέλεγκτος — φωτοσβέστης — κοζάκικος — κουβαλάω — βρόμα — μπεγέντισμα — εκτρέχω — μυκτηριστικός — χυμοποίηση — εκδημία — λατρεία — σφαλιχτός — απόκρυφα — μεγαλοβιομήχανος — πλουτοκράτης — φυλλοβόλημα — χωρογραφία |
|||