|
το сонливость, дремота #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сонливость? — νύσταγμα как на (ново)греческом будет слово дремота? — νύσταγμα как с (ново)греческого переводится слово νύσταγμα? — сонливость, дремота — προφητεία — αμόνοιαστος — μποέμικος — αλληλοσχέση — συνεργάζομαι — σοσιαλισμός — υψίφωτον — παρακωλύω — κράξιμο — συμβολαιογραφία — βιαστής — ξεπαγιάζω — αθεϊστικός — μειωτικά — αναχοχλακίζω — πενταροδεκάρες — γλυφανίζω — σύμπηκτος — αυθημερόν — κατάρρευση — παραχορταίνω |
|||