|
(-ητος) η стон; вопль, рыдание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стон? — γοερότης как на (ново)греческом будет слово вопль? — γοερότης как на (ново)греческом будет слово рыдание? — γοερότης как с (ново)греческого переводится слово γοερότης? — стон, вопль, рыдание — αντιληπτός — εκδίδω — εναντιολογικός — συνδαιτυμόνας — ραίνω — βατραχίνα — ραδιολογία — ξεβλάσταρο — διακηρύττω — μπουχίζω — διαγγελέας — λόγχη — αντιπροοδευτικός — αυτοπροσώπως — αραβοσίτινος — τσαρλατανιά — ποτοαπαγόρευση — αρωματισμός — ανεμόκουνι — προγυμνάζομαι — διαβολιά |
|||