|
1. парализованный; καθιστώ ~ο — парализовать; 2. (о) паралитик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово парализованный? — παράλυτος как на (ново)греческом будет слово паралитик? — παράλυτος как с (ново)греческого переводится слово παράλυτος? — парализованный, паралитик — πεντάδιπλα — απλοποιούμαι — αντιπείθω — νοθογενής — ακλώσσευτος — αχάμνια — ζαβολιά — ψυχομαραίνομαι — σιδηρωρυχείο — ξυλάρμενος — ύπνωση — αλωνάρης — κοκαΐνη — σταυροπόδης — χελοβίβαρο — ένρυθμος — ακάμπιαστος — αγιορείτης — μπαρμπούνι — ραβάσι — κοκκάλα |
|||