εξαερωτήρας

формы словаβ
εξαερωτήρας
(-ήρος) тех. карбюратор



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово карбюратор? — εξαερωτήρας
как с (ново)греческого переводится слово εξαερωτήρας? — карбюратор


μαύρηθερμοσίφωναςΑλβανίαξώλαμπραχειρίζομαιαποδιδόμενοςαφιλόνικοςαβελόνιαστοςειδικόςτζελατίναχάφταςιχνογράφοςθώςσεβρόεξωραϊστικόςκωλαρούφλόμοςσπερματικόςαυτονομιστήςψυκτικάτάρα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit