|
готовить впервые #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово готовить впервые? — πρωτομαγειρεύω как с (ново)греческого переводится слово πρωτομαγειρεύω? — готовить впервые — τετρακέφαλος — αφάνιση — μινυρίζω — σπανακόπιτα — απαρουσίαστος — καποδιστριακός — νωπός — αεροζογραφική — ομοιόπτωτος — προσποιητός — σαφρακιάζω — πλατσουκομύτης — αντρόκαρδος — λήψη — προσκλητήριο — πολλαπλασιασμός — δένδρωση — νεομάρτυρας — αλκαλικότητα — φωτοχρωμοτυπογραφία — κωλοφαρδία |
|||