Новогреческий словарь
πρωτομαγειρεύω
πρωτομαγειρεύω
готовить впервые
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
готовить впервые
? —
πρωτομαγειρεύω
как с
(ново)греческого
переводится слово
πρωτομαγειρεύω
? — готовить впервые
#
(ново)греческий словарь
—
παφίλι
—
δακρυϊκός
—
απεγνωσμένος
—
φρεατοτύμπανον
—
δημοτικότητα
—
ζεσταίνω
—
μούστος
—
γυφτοκάλυβο
—
καμαρίνι
—
συναπάντημα
—
αναδιοργάνωση
—
αλευράδικο
—
αχλαδόκαμπος
—
οινοπνευματικός
—
υπογραμμή
—
ωοτοκώ
—
ομοιότυπος
—
αντρόπιαστος
—
αποστραγγιστικός
—
ξεμασκαλιστός
—
συνταιριαστός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве