|
литературовед #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово литературовед? — γραμμοτολόγος как с (ново)греческого переводится слово γραμμοτολόγος? — литературовед — βάρεμα — σάζι — εξαχρειωτικός — όρεξη — μεσοκλιματολογία — απριλιάτικα — αντιμεταθέτω — καπελλάκι — άωρος — παλιόμουτρο — ακαριαίος — ξεπιάνομαι — προσδοκώμενο — ζωολάτρισσα — μιτάρισμα — τσιμπάω — γοργόφτερος — πλατύγυρος — καρβουνιάρης — ανεξευγένιστος — πλαστοπροσωπώ |
|||