|
1) единственный; 2) исключительный; ~ά δικαιώματα — исключительные права #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово единственный? — αποκλειστικός как на (ново)греческом будет слово исключительный? — αποκλειστικός как с (ново)греческого переводится слово αποκλειστικός? — единственный, исключительный — μισθοδοτούμαι — άσος — εισόδημα — Σταύρος — διηνεκής — προτίθομαι — αλληλοσφαγή — διπλόκωπος — υπερθρασύνομαι — αξόνιος — κωλοσφούγγι — όρμιση — καπιταλιστικά — πετρελαιοπαραγωγός — βαρελοποιία — σούζα — βιδωτήρι — εκπορθώ — κατακυριεύω — γνάθος — τροχιοδείκτης |
|||