|
οι власть имущие; ~ τής γής — сильные мира сего; πτύσσω πρό τών ~ών — гнуться перед сильными, власть имущими #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово власть имущие? — ισχυροί как с (ново)греческого переводится слово ισχυροί? — власть имущие — μπότης — εξελιγμένος — εκλαύσθην — πιτύκι — αποκλίνων — διατιμώ — στομαλγία — σατανιστής — ανασκουμπωμένος — γναθοχειρουργική — κατάκορος — χρυσωπός — μισοσβήνω — στυφότητα — απλοχέρης — απωθώ — γουρουνόμαντρα — απορράπτω — ξυλαγγουριά — αμακινάριστος — πολυώνυμο |
|||