Новогреческий словарь
ισχυροί
ισχυροί
οι
власть имущие
;
~ τής γής — сильные мира сего
;
πτύσσω πρό τών ~ών — гнуться перед сильными, власть имущими
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
власть имущие
? —
ισχυροί
как с
(ново)греческого
переводится слово
ισχυροί
? — власть имущие
#
(ново)греческий словарь
—
καταμετράω
—
διορυκτής
—
αγκυροβολία
—
δικαιοφανής
—
κοιτώνας
—
ουλαμός
—
συμφεροντολογικός
—
δετηρία
—
αρχαϊστής
—
επανάψυξη
—
φουντάρω
—
έμβασμα
—
πατατάκι
—
φρικτός
—
εξαιρετικότητα
—
μισοτελειώνω
—
καταπώς
—
υπερασπίσιμος
—
διόπτευση
—
κατάκοιτος
—
γουρουνοπούλα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω