|
трёхмесячный; ~αία επιθεώρηση — трёхмесячная инспекционная проверка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трёхмесячный? — τριμηνιαίος как с (ново)греческого переводится слово τριμηνιαίος? — трёхмесячный — ψευδής — πολυαγαπώ — λωλαίνω — αμεταπούλητος — συμφυής — καταμεσίς — αντίστοιχος — νεύμα — ισοζυγής — κρεατομάχαιρο — ενάμνιος — προσάγω — επιτίθεμαι — ισονομία — καταμηνύω — ασφαλτώνω — μαρμάγκα — δικάσιμος — αδιάφθορο — ροκέττα — υπόλευκος |
|||