|
ο 1) рейсфедер; 2) линовальная машина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рейсфедер? — γραμμογράφος как на (ново)греческом будет слово линовальная машина? — γραμμογράφος как с (ново)греческого переводится слово γραμμογράφος? — рейсфедер, линовальная машина — αποζημιώνομαι — προβατάρισσα — νταγκλαράς — στιγμιογράφησις — φαλτσέττα — ενάργυρος — παλληκάρι — ανειδίκευτος — καταγωγή — αντιθετικός — γουρουνήσιος — αλάφρωμα — πολυανδρικός — βάρυθυμω — υπέρμετρος — προσβληθείς — συστράτευση — κάτασπρος — θιός — ιδρωτικός — βουτώ |
|||