|
η подданство, гражданство; παίρνω ~ — принимать подданство, гражданство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подданство? — υπηκοότητα как на (ново)греческом будет слово гражданство? — υπηκοότητα как с (ново)греческого переводится слово υπηκοότητα? — подданство, гражданство — απόστραβος — ξεκολλώ — βερνικωμένος — αφιλάνθρωπος — κακόμοιρος — αρρενοπρεπής — έξωρος — λογοκόπημα — ψυχογραφικός — κρεολός — αγωγιάτικα — βλαστάριον — σιτοκαλλιέργεια — εντερόκλυση — απόλεσα — ζαβλακώνομαι — αμαξοσπάστης — ανεξάνθιστος — κρυφανοβρύζω — τριακοστός — νηπιώδης |
|||