|
ο столяр; плотник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово столяр? — ξυλουργός как на (ново)греческом будет слово плотник? — ξυλουργός как с (ново)греческого переводится слово ξυλουργός? — столяр, плотник — καλλωπιστική — ολιγοήμερος — καλυτέρευμα — κούρσος — μαλλινίζω — πυγονιπτήρας — επιφορτισμένος — ράισμα — περιμένω — τρύπησιά — μεσόγειος — στιχουργός — ξεζούμισμα — μπατζίνα — προικοδοτώ — υδρογέφυρα — ποθεινός — κυτταρολογία — ξηροστομία — ράβδωση — γερωσύνη |
|||