|
η визг #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово визг? — τσιριξιά как с (ново)греческого переводится слово τσιριξιά? — визг — μονόλογος — ψηφοθέτρια — εμπλακείς — καράτε — βρόχι — ξανανθίζω — οπλίζω — πολιτισμός — απαλότητα — στροβιλιστικός — μεριδούλα — διάπηξη — φουμαρία — ανάθλιψη — σόττος — ενδημικότητα — επίσταξη — φωτίτσα — αναποκατάστατος — γραβιέρα — βομβαρδισμός |
|||