|
ο посудник, мойщик посуды #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово посудник? — λαντζιέρης как на (ново)греческом будет слово мойщик посуды? — λαντζιέρης как с (ново)греческого переводится слово λαντζιέρης? — посудник, мойщик посуды — γκρεμοτσακίζομαι — μικρομετρικός — μπακάμι — μεγαλόστομος — κάθαρμα — προικοδότηση — παραλυμένος — ψευδόστομα — θριαμβευτικά — ανεμογράφημα — οξεία — σκονισμένος — οφθαλμαλγία — φροντιστηριακός — κοντολογία — δωδεκάκις — πρωθοπουργεύω — στερνοπαίδι — ασκληραγώγητος — κέλευσις — κυκλώνας |
|||