Новогреческий словарь
διχάλι
διχάλι
το 1)
клешня
;
2)
клещи
;
3)
вилы
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
клешня
? —
διχάλι
как на
(ново)греческом
будет слово
клещи
? —
διχάλι
как на
(ново)греческом
будет слово
вилы
? —
διχάλι
как с
(ново)греческого
переводится слово
διχάλι
? — клешня, клещи, вилы
#
(ново)греческий словарь
—
φυματικός
—
αντιπυρίνη
—
κατάκαρδα
—
βαϊόκλαδο
—
φαρσώνω
—
χωματουργικός
—
ψωροφθαλμία
—
χύτρα
—
αντίκρια
—
δαρμός
—
βιοδιασπώμενος
—
επανήλθον
—
ασκομαχώ
—
σγάρα
—
αγουρέλαιο
—
καληνυχτίζομαι
—
φουσσατο
—
εκπροσωπώ
—
συνασπισμός
—
νερουλός
—
κοπτική
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω