|
измерять глубину #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово измерять глубину? — βολίζω как с (ново)греческого переводится слово βολίζω? — измерять глубину — παγεμός — τυλιγάδιασμα — ιερομηνία — διασχίζω — χαροκαίομαι — κωλο- — ηθοπλαστικός — στερνός — πλακατζής — συνεκφώνηση — πανεπιστημιούπολη — φιλέλληνας — αφελής — μηρυκαστικός — αχυροκόπι — αλατοποιήσιμος — ελαιοπυρήνας — ελαιοκομείον — εκπωμάτωση — νήξη — κερκόπορτα |
|||