Новогреческий словарь
μισθοδοτικός
μισθοδοτικός
относящийся к выплате жалованья
;
~ή κατάσταση — ведомость на зарплату
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
относящийся к выплате жалованья
? —
μισθοδοτικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
μισθοδοτικός
? — относящийся к выплате жалованья
#
(ново)греческий словарь
—
ακλεριά
—
μικρόφωνο
—
αβάνισσα
—
απελευθερωτής
—
αξημέρωτα
—
αραιόμετρο
—
επικόρμιον
—
λατινίζω
—
αδελφοσύνη
—
ευδιόμετρον
—
αλληλομαχία
—
φουρνέλο
—
σουβλισμένος
—
ομφαλός
—
χολερόβλητος
—
νεροσυρμή
—
αστιγματικός
—
απογοήτευσις
—
αποστολέας
—
αποκεντρωτικός
—
ελοφράδα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,