|
валютный; ~ές δυσκολίες (διακυμάνσεις) — валютные затруднения (колебания) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово валютный? — σοναλλαγματικός как с (ново)греческого переводится слово σοναλλαγματικός? — валютный — συγκεκριμενοποιούμαι — αχαλινάρωτος — νεραϊδόχορτο — μυρρωνικός — διάλυση — ξεπεταρούδι — δυναμογονία — αζητιάνευτα — διάθλαση — αμερικανόφιλος — λοβιτουρατζής — σκεύασμα — δεντροστοιχία — παραχορεύω — Αμερική — μισοαποικία — βουβαμάρα — οικότροφος — συναχώνομαι — οξοποιία — πλυμένος |
|||