|
шестьдесят; τά ~ — шестьдесят лет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шестьдесят? — εξήκοντα как с (ново)греческого переводится слово εξήκοντα? — шестьдесят — προγονικός — υπεράριθμος — μακροσκοινίζω — πομάδα — προχειρογράφος — αφύλαγος — έγγιστα — αμέσως — σόι — ανερεύνηση — δρακόντειος — καρβύνιο — ρινόκερος — φυστίκι — χρεωστικός — σαΐνι — ξεραίνομαι — ξαρματώνω — κορνιζοπώλης — ανεμομιλιά — σταθμιστής |
|||