|
το пейзаж; вид #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пейзаж? — τοπίο как на (ново)греческом будет слово вид? — τοπίο как с (ново)греческого переводится слово τοπίο? — пейзаж, вид — διαισθάνομαι — χιλιαναθεματισμένος — ερυθροπρόσωπος — προστυχιά — ψυχοχάρτι — αγουροξυπνημός — νειρεύομαι — απομπάμπακο — αναθεωρητισμός — λέαινα — προσαρμοσμένος — απλυσιά — εντέμνω — μονόπλευρος — αρνητισμός — εκτροπο — δυναμογράφος — μούσκεμα — δογκιχωτικός — μονόξυλο — περισπώμαι |
|||