|
вмешиваться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вмешиваться? — αναμιγνύομαι как с (ново)греческого переводится слово αναμιγνύομαι? — вмешиваться — λευκόρροια — παραμυθιάζω — μεντούρι — εχτρός — υποδικία — διαμοιράζομαι — έσωθεν — φτερούγισμα — ανελκτήρας — τσιγαράδικο — παρασόκακο — αγγελόκομμα — δαγκανιά — ξυσμένος — ραδιοεκπομπή — αναπήνιση — παραλήγουσα — δέψα — ακροκυάνωσις — κουνενές — εξερεθίζομαι |
|||