Новогреческий словарь
τηγανίζομαι
τηγανίζομαι
жариться
;
===
σ' ένα τηγάνι ~όμαστε — погов. [phrase]все мы под богом ходим[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
жариться
? —
τηγανίζομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
τηγανίζομαι
? — жариться
#
(ново)греческий словарь
—
μοσχοπεπονιά
—
οστεωδυνία
—
σπόρι
—
προσωθώ
—
ιερολογώ
—
κομματάρχης
—
μελισσουργείον
—
μακροβούτι
—
φριζάρισμα
—
μισονεϊστής
—
ωτοασπίδα
—
ηλιολατρικός
—
αυριανός
—
σηρ
—
αναθάλπω
—
ακτινομετρία
—
στενοκεφαλιά
—
κατεργάρικος
—
πηλοπλάστης
—
νήτικο
—
κυκλικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве