τηγανίζομαι

формы словаβ
τηγανίζομαι
жариться;

===
          σ' ένα τηγάνι ~όμαστε — погов. [phrase]все мы под богом ходим[/phrase]



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово жариться? — τηγανίζομαι
как с (ново)греческого переводится слово τηγανίζομαι? — жариться


αναγουλιασμένοςζαβράκιδερβίσηςλογχόφυλλοςμαδαρίζωδιαπράττωαπερίφραχτοςκαλαντίστριαγραμμοσχεδίασμουπόστασηαυτοτοξίνωσηξερραγιάζωολομέλειασταυλοχιτώνπεριπατώιαμβικόςμελιτζανύπισκαλώμαιευτικόςακατάπειστοςδιπλοκαθίζω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit