|
(αόρ. απόνιψα и απένιψα) мыть, умывать; === ~ τάς χείρας — [phrase]я умываю руки[/phrase]; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мыть? — απονίβω как на (ново)греческом будет слово умывать? — απονίβω как с (ново)греческого переводится слово απονίβω? — мыть, умывать — εξεικονισμός — αγροφυσική — ζερβά — διαφάνεια — ανθοβόληση — ψυχωφελής — λείανση — Δεύτερονόμιον — διαπύηση — δημιουργικότητα — στέγη — απροσποίητος — μάθηση — αναληθές — προσδιορίζομαι — πτέρινος — κερδένω — παλιούρι — χαραδριός — συνεκτικότητα — κεσές |
|||