Новогреческий словарь
σαμποτάρισμα
σαμποτάρισμα
το 1)
саботирование
;
2)
совершение диверсии
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
саботирование
? —
σαμποτάρισμα
как на
(ново)греческом
будет слово
совершение диверсии
? —
σαμποτάρισμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
σαμποτάρισμα
? — саботирование, совершение диверсии
#
(ново)греческий словарь
—
ακροθαλασσίτης
—
λαθεμένος
—
χρεοφειλέτης
—
ανακύμανση
—
ξεβλασταρώνω
—
γόμφωση
—
ατρυπάνιστος
—
λαδού
—
πολυύμνητος
—
εγγράφομαι
—
ελευθεροπρεπής
—
σόδιασμα
—
ξάρμισμα
—
πληρωνόμενος
—
σφόνδυλος
—
απόπασχα
—
εκμηδενίζω
—
ψυχόδραμα
—
μουνότριχα
—
ποδοπάτημα
—
παραχέρι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω