|
ο канонерка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово канонерка? — κανονιοφόρος как с (ново)греческого переводится слово κανονιοφόρος? — канонерка — δημευτικός — συμπάθειο — αδιασαφήνιστος — οπλίζομαι — πτώχευση — μήνας — ανύσταγος — μετατρέψιμος — προσονομύζω — εγκληματολογικός — παράπλους — απρόσοδος — παραλογιστικός — χεροδύναμος — ανευφημία — εγκέφαλος — μαγγάλι — ρουθουνίζω — δευτερεύων — έμβυσμα — τυφογόνος |
|||