Новогреческий словарь
κανονιοφόρος
κανονιοφόρ|ος
ο
канонерка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
канонерка
? —
κανονιοφόρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
κανονιοφόρος
? — канонерка
#
(ново)греческий словарь
—
ασφάραγος
—
ορεσίβιος
—
ομόνοια
—
ερεθιστόν
—
μαϊδανός
—
μαχαιροποιείο
—
ηγεμονόπαις
—
ανεξακρίβωτος
—
ζεύγλη
—
ανύχι
—
ανίχνευτος
—
γοργοδιαβαίνω
—
τιάρα
—
ξεναγούμενος
—
ριζόκαρπος
—
κωλότσεπη
—
ξαφνιάζομαι
—
σχεδιογραφώ
—
βαστάχτρα
—
γύρω
—
ζωγράφημα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,