κανονιοφόρ|ος

формы словаβ
κανονιοφόρ|ος
ο канонерка



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово канонерка? — κανονιοφόρος
как с (ново)греческого переводится слово κανονιοφόρος? — канонерка


δημευτικόςσυμπάθειοαδιασαφήνιστοςοπλίζομαιπτώχευσημήναςανύσταγοςμετατρέψιμοςπροσονομύζωεγκληματολογικόςπαράπλουςαπρόσοδοςπαραλογιστικόςχεροδύναμοςανευφημίαεγκέφαλοςμαγγάλιρουθουνίζωδευτερεύωνέμβυσματυφογόνος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit