|
предназначенный для резки соломы; ~ή μηχανή — соломорезка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово предназначенный для резки соломы? — αχυροκοπτικός как с (ново)греческого переводится слово αχυροκοπτικός? — предназначенный для резки соломы — μεσούρανα — επιναυπηγός — λιόκαυτος — βαμβακοπαραγωγή — γεννολογιά — φάρσωμα — μελινίτις — αγελαδινός — ηχογραφώ — εντολοδότρια — προπαιδειό — ευθυμώ — κοπέλλι — τάρσωμα — σχηματικότητα — συντελεστικός — παλαιοβιβλιοπώλης — γούλα — μπαστουνόβλαχος — δαμάζω — σεργιάνισμα |
|||