|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πατατόσουπα? — — πολυζωία — στρεβλώνω — κορεατικός — κινέζικος — ανεπίγραφος — φοβητσιάρικος — βαλσάμωμο — ενεργός — κορνιζοποιός — αδιαφόρως — φιλενάδα — τετραπληγία — ανάγραπτος — κούνελλος — πονεντογάρμπης — ηπαταλγία — βισμουθιακός — ανείσπρακτος — νοσηλεύομαι — φυντάνι — βαφτισιμιά |
|||