Новогреческий словарь
ανακοχλάζω
ανακοχλάζω
бурлить, клокотать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бурлить
? —
ανακοχλάζω
как на
(ново)греческом
будет слово
клокотать
? —
ανακοχλάζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανακοχλάζω
? — бурлить, клокотать
#
(ново)греческий словарь
—
αδιάσκευος
—
κασόνιασμα
—
φορμόλη
—
εγκαθείργω
—
ουσιοεξάρτηση
—
ακτιος
—
πρήξιμο
—
ματζαφλάρι
—
πατρογονικός
—
δοξομανία
—
ακρισάριστος
—
διαστοιβάζω
—
συνόρευση
—
υπολαμβάνω
—
ηπατορραγία
—
εξέσπασα
—
αποκοιμισμένος
—
κατακέφαλος
—
πετιούμον
—
ξανανθίζω
—
διαιτώμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,