|
αόρ. от εντρέπομαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εντράπηκα? — — λεχωνιά — καλέ — υπέσχον — σμήναρχος — ειρωνεία — ευκατάστατος — δηλωτικό — μοσχοκάρυδο — εγκρεμός — αλατισμένος — παρακεκινδυνευμένος — πίκρισμα — χιλιετής — γλήνη — εμπρόθεσμος — διπλάσια — αποσαρκώνω — αστρολόγος — επτάρι — βρακάτος — αλγερίνη |
|||