|
ο изготовитель консервов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово изготовитель консервов? — κονσερβοποιός как с (ново)греческого переводится слово κονσερβοποιός? — изготовитель консервов — εξαίρετος — καμπριολέρ — ανεκεφαλιά — οργανάκι — βρούχος — εξάεδρος — ασπρογάλανος — αντικρινά — ικανώς — αυτοσυντήρηση — ιδιοσύστατος — κατάμακρα — αναγνωρίζω — λαθροχέρης — αναπόκριτος — αρβανίτικος — αρρύπαντος — αμετάφερτος — πενταετής — νομιμοποιούμαι — ωογόνιο |
|||