Новогреческий словарь
αντεισάγω
αντεισάγω
(αόρ. αντεισήγαγον)
ввозить (__что-л.__) взамен вывезенного
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ввозить взамен вывезенного
? —
αντεισάγω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αντεισάγω
? — ввозить взамен вывезенного
#
(ново)греческий словарь
—
αρπαχτός
—
εμπιστευτικά
—
βρίζω
—
γυαλάδα
—
τάβανος
—
βαμβακίαση
—
νταβατζιλίκι
—
ανακαινιστικός
—
έκκαυμα
—
ανυπόμονος
—
χοντράνθρωπος
—
αγριοκόκκορας
—
αδελφικοασπάζομαι
—
λίγνεμα
—
τρυφεραίνω
—
αμάτιστος
—
αντάρτης
—
ελαφροήσκιωτος
—
μισοάδειος
—
δηκτήρ
—
ασυνταξία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,