|
το ювелирный магазин #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ювелирный магазин? — άδαμαντοπωλειο как с (ново)греческого переводится слово άδαμαντοπωλειο? — ювелирный магазин — ψαρότρατα — παρτσινέβελος — σταυροβελονιά — βάρυθυμω — καθίζηση — απότιση — ενοίκιο — αποκριάτικος — καταρράκτης — ζαχαρώνω — γλυκειά — μεγαλούπολη — φυσιολάτρισσα — ψαλμός — ασκανδάλιστον — επισημείωση — δασάρχης — ποταμολίμνη — απεριόριστο — ομολόγημα — ψευδά |
|||