|
ο биол. генотип #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово генотип? — γονότυπος как с (ново)греческого переводится слово γονότυπος? — генотип — εντεροκολίτιδα — ανθώνας — αφανιστής — καινοτόμος — μακέλλα — δασωτός — νεογέννητος — παραέχω — εργοστάσιο — εσσάνς — μοτοσυκλετικός — στεγανόποδα — γλιστρίδα — ένας — μεμοράντουμ — πιπερόριζα — πεντάδραχμο — ταβλαδόρος — ξαγναντεύω — καρυδόπιττα — οφειλέσιο |
|||