|
η львица #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово львица? — λέαινα как с (ново)греческого переводится слово λέαινα? — львица — εκλάμπω — χιτώνας — μονότροχος — ιαγουάρος — αισθητική — αυτοπροαίρετα — αραβοσιτέλαιο — ημιδιαφανής — δεσποτικόν — αυτοδηλητηρίαση — οικονομία — αρχικομπάρσος — νεφρό — αυτοδικώ — ανιχνεύσιμος — μπατζάκι — επιτολή — δισκοειδής — ψυχρόαιμος — ηθικό — εμφράττω |
|||