|
ο снабжение (продовольствием) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово снабжение? — επισιτισμός как с (ново)греческого переводится слово επισιτισμός? — снабжение — γεωβιούντα — υστεροσκόπηση — νεοφιλελευθερισμός — πρόκριση — συμβολαιογράφος — αμειψισπορά — ολοκληρωτικούς — κοκτέϊλ — καφεΐνη — φιλοαριστερός — κατάρραχα — καυστηρατζής — μενεξές — υπακοή — κωλότρυπα — καθοδηγητής — μετάνιωμα — ευμορφογοναίκα — διηκριβωμένος — εμμηνοληξία — απολλακτέος |
|||