|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово υποκειμενοποιούμαι? — — αργοσβήνω — δυσπρόφερτος — ξεσχίζω — προσευκτήριον — γαλβανομετρικός — στήθος — προσχεδιάζω — προσπελάζω — ξυλότοιχος — κινητήριος — λεκτικός — λευκό — ελατόπισσα — αυτοαπορρόφηση — αποσταθεροποιητικά — ανοχή — χαζομάρα — γεννοφάσκια — υπνωτίζομαι — επίπεδες — τσιμπολόγος |
|||