Новогреческий словарь
ζιζανιοκτόνος
ζιζανιοκτόν|ος
1.
уничтожающие сорняки
(о ядохимикатах);
2. мн.ч. :
τά ~α — гербициды
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
уничтожающие сорняки
? —
ζιζανιοκτόνος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ζιζανιοκτόνος
? — уничтожающие сорняки
#
(ново)греческий словарь
—
φύσκη
—
άμεσα
—
σπαρταριστός
—
τσουκαλάκι
—
δρομαίως
—
μάουζερ
—
γαϊδουροκυλίχτρα
—
σκουληκοφαγωμένος
—
ευδαιμονία
—
διγένεια
—
αγαρμποσύνη
—
ασουρτος
—
χορτοκοπτικός
—
δασόκλειστος
—
ανασκαλίζω
—
λιποθυμισμένος
—
σκάνταλο
—
σκονίζομαι
—
εθνομάρτυς
—
εξαπάτηση
—
πτώσσω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве