|
1. уничтожающие сорняки (о ядохимикатах); 2. мн.ч. : τά ~α — гербициды #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уничтожающие сорняки? — ζιζανιοκτόνος как с (ново)греческого переводится слово ζιζανιοκτόνος? — уничтожающие сорняки — μαθεύομαι — κνησμονή — παρασημοφορία — ειργμός — φεγγαρίστικος — τουρκόσπερμα — γαρώνω — τετρασθενής — συμφεροντολόγος — στωμύλος — ανταιτιώμαι — κατακλύζω — αναχαίτισμα — ασιανή — παραμπροστά — σπυρωτός — υπεκφεύγω — μπλε — ανομολογώ — ταμιευτήριο — απόχρεμμα |
|||