Новогреческий словарь
φανίζομαι
φανίζομαι
:
μού ~στη πώς... — [phrase]мне показалось(__,__) что...[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
φανίζομαι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ντελβές
—
οψικευόμενος
—
αμβλύωψ
—
άχριστο
—
φαινασετίνη
—
βροτολοιγός
—
αντρομίδα
—
σπιθόβολος
—
ικανοποίηση
—
ακυκλοφόρητος
—
απογέννημα
—
νεάργυρος
—
πλαδαρότητα
—
μένω
—
ταπεινώνω
—
ηγεμονεύω
—
φούσκα
—
κιγκλίς
—
αλογοπάζαρο
—
απευθύνομαι
—
αρτιφανής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве