Новогреческий словарь
μακρόθωρος
μακρόθωρ|ος
дальнозоркий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дальнозоркий
? —
μακρόθωρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μακρόθωρος
? — дальнозоркий
#
(ново)греческий словарь
—
εργάζομαι
—
διμεταλλικός
—
αποκομιδή
—
εικονολάτρης
—
εξαντλήσιμος
—
εκκήρυξη
—
αεροδυναμικός
—
μαργιά
—
νήμα
—
μαδώ
—
μαλαματοκαπνίζω
—
δυσβάστακτος
—
αδιάφευκτος
—
δυσαρέσκεια
—
φαντασίωση
—
εθελοντικότητο
—
κενόσοφος
—
προπλαστίδιο
—
πρέμνο
—
σταύρωση
—
κατακεφαλιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве