|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λαχανοσαρμάς? — — βυρσοδεψικός — μηχανιστικός — τροχοπέδη — αναχρονιστικά — διγνωμία — μυτίζω — μακρόφυλλος — επιμελώ — καλοπερνάω — καπνοσύριγγος — βρεσίδι — γλυκομίλητος — βιολέττα — Ιρλανδός — ακροβολώ — σπίλωμα — γένι — κουρελόχαρτο — εκπρόσωπος — πατημασιά — θέρισμα |
|||